κολλυβιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κολλυβιστής | οι | κολλυβιστές |
| γενική | του | κολλυβιστή | των | κολλυβιστών |
| αιτιατική | τον | κολλυβιστή | τους | κολλυβιστές |
| κλητική | κολλυβιστή | κολλυβιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- κολλυβιστής < αρχαία ελληνική κόλλυβος
Παράγωγα
- κολλυβιστικός
Μεταφράσεις
κολλυβιστής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.