Καφένια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καφένια οι Καφένιες
      γενική της Καφένιας
    αιτιατική την Καφένια τις Καφένιες
     κλητική Καφένια Καφένιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καφένια < Ιφιγένεια[1]

Κύριο όνομα

Καφένια θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, Οι ιστορικές μεταμορφώσεις του απόδημου ελληνισμού. Η οδύσσεια του Ραιδεστηνού Δ. Καραντώνη (Αθήνα: Ηρόδοτος, 2000, ISBN 9789607290748), σσ. 43, 355.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.