Ιφιγένεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ιφιγένεια οι Ιφιγένειες
      γενική της Ιφιγένειας των Ιφιγενειών
    αιτιατική την Ιφιγένεια τις Ιφιγένειες
     κλητική Ιφιγένεια Ιφιγένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ιφιγένεια < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική Ἰφιγένεια

Κύριο όνομα

Ιφιγένεια θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.