Ιφιγένεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ιφιγένεια | οι | Ιφιγένειες |
| γενική | της | Ιφιγένειας | των | Ιφιγενειών |
| αιτιατική | την | Ιφιγένεια | τις | Ιφιγένειες |
| κλητική | Ιφιγένεια | Ιφιγένειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ιφιγένεια < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική Ἰφιγένεια
Κύριο όνομα
Ιφιγένεια θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.