Καταριανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καταριανός οι Καταριανοί
      γενική του Καταριανού των Καταριανών
    αιτιατική τον Καταριανό τους Καταριανούς
     κλητική Καταριανέ Καταριανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καταριανός < Κατάρ + -ιανός

Κύριο όνομα

Καταριανός αρσενικό (θηλυκό Καταριανή)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.