Κασάπης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κασάπης | οι | Κασάπηδες |
| γενική | του | Κασάπη | των | Κασάπηδων |
| αιτιατική | τον | Κασάπη | τους | Κασάπηδες |
| κλητική | Κασάπη | Κασάπηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kasapis
Πηγές
- Κασάπης σελ.68 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.