Καρδιτσιώτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καρδιτσιώτης οι Καρδιτσιώτες
      γενική του Καρδιτσιώτη των Καρδιτσιωτών
    αιτιατική τον Καρδιτσιώτη τους Καρδιτσιώτες
     κλητική Καρδιτσιώτη Καρδιτσιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καρδιτσιώτης < Καρδίτσα + -ιώτης

Ουσιαστικό

Καρδιτσιώτης αρσενικό, θηλυκό Καρδιτσιώτισσα

  • (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Καρδίτσα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.