Καμπούρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καμπούρης | οι | Καμπούρηδες |
| γενική | του | Καμπούρη | των | Καμπούρηδων |
| αιτιατική | τον | Καμπούρη | τους | Καμπούρηδες |
| κλητική | Καμπούρη | Καμπούρηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kamˈbu.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐μπού‐ρης
Συγγενικά
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kampouris
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.