Καμπιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καμπιώτισσα οι Καμπιώτισσες
      γενική της Καμπιώτισσας των Καμπιωτισσών
    αιτιατική την Καμπιώτισσα τις Καμπιώτισσες
     κλητική Καμπιώτισσα Καμπιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καμπιώτισσα < Καμπιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /kamˈbʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καμπιώτισσα

Κύριο όνομα

Καμπιώτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καμπιώτης
  2. προσωνυμία της Παναγίας σε μονή στη Σύμη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καμπιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.