Κάμπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κάμπος οι Κάμποι
      γενική του Κάμπου των Κάμπων
    αιτιατική τον Κάμπο τους Κάμπους
     κλητική Κάμπε Κάμποι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κάμπος < κάμπος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkam.bos/ και σε γρήγορο λόγο: /'ka.bos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κάμπος

Κύριο όνομα

Κάμπος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.