Καμπανάρη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Καμπανάρη < γενική ενικού του αρσενικού Καμπανάρης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kampanari
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Καμπανάρη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Καμπανάρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.