Καλαμιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καλαμιώτισσα οι Καλαμιώτισσες
      γενική της Καλαμιώτισσας των Καλαμιωτισσών
    αιτιατική την Καλαμιώτισσα τις Καλαμιώτισσες
     κλητική Καλαμιώτισσα Καλαμιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καλαμιώτισσα < Καλαμιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.laˈmɲo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καλαμιώτισσα

Κύριο όνομα

Καλαμιώτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καλαμιώτης
  2. προσωνυμία της Παναγίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καλαμιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.