Καλαμιά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.laˈmɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λα‐μιά
Ετυμολογία 1
- Καλαμιά < καλαμιά
Συγγενικά
Ετυμολογία 2
- Καλαμιά < γενική ενικού του αρσενικού Καλαμιάς
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kalamia
Ετυμολογία 3
- Καλαμιά : κλιτικός τύπος
Παρώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.