Ιωαννιδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ιωαννιδικός | οι | Ιωαννιδικοί |
| γενική | του | Ιωαννιδικού | των | Ιωαννιδικών |
| αιτιατική | τον | Ιωαννιδικό | τους | Ιωαννιδικούς |
| κλητική | Ιωαννιδικέ | Ιωαννιδικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ιωαννιδικός < από το επώνυμο του διοικητή του ΕΑΤ-ΕΣΑ, και μετέπειτα δικτάτορα, ταξίαρχου Δημήτριου Ιωαννίδη
Ουσιαστικό
Ιωαννιδικός αρσενικό (θηλυκό Ιωαννιδική ή Ιωαννιδικιά)
- (ελληνική ιστορία) «σκληρός» χουντικός, συνεργάτης ή υποστηρικτής του Δημήτριου Ιωαννίδη, στελέχους της στρατιωτικής δικτατορίας του (1967-1974) στην Ελλάδα, που εγκαθιδρύθηκε με το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 υπό τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, στην εναντίωσή του με τον τελευταίο στη λεγόμενη «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος, που οδήγησε στην ανατροπή του Γ. Παπαδόπουλου με πραξικόπημα από τον Δημ. Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου 1973, με αφορμή την Εξέγερση του Πολυτεχνείου.
- ※ Δεν ήτο Παπαδοπουλικός ο Τσολίγκας, όπως δεν ήτο και Ιωαννιδικός. Ήτο ένας καλός επαγγελματίας, μακράν κυκλωμάτων και φατριών.
- ≠ αντώνυμα: Παπαδοπουλικός
Συγγενικά
- επίθετο ιωαννιδικός (-ή, -ό)
Μεταφράσεις
Ιωαννιδικός
|
|
Αναφορές
- Αρχηγός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων (του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων, ΑΕΔ, που αργότερα μετονομάστηκε σε ΓΕΕΘΑ), κατά την περίοδο της δικτατορίας του Ιωαννίδη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.