ΓΕΕΘΑ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.eˈθa/
Συντομομορφή
Γ.Ε.ΕΘ.Α. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο
- (στρατιωτικός όρος) η ανώτατη ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων (στρατού ξηράς, ναυτικού και αεροπορίας) της Ελλάδας (προγενέστερη ονομασία: Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, ΑΕΔ)
Παράγωγα
Μεταφράσεις
σε άλλες χώρες:
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.