Ιούλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ιούλης | οι | Ιούληδες |
| γενική | του | Ιούλη | των | Ιούληδων |
| αιτιατική | τον | Ιούλη | τους | Ιούληδες |
| κλητική | Ιούλη | Ιούληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ιούλης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ἰούλης < ελληνιστική κοινή Ἰούλιος με αποφυγή της δεύτερης χασμωδίας[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈu.lis/ & /ˈi̯u.lis/, επίσης /ˈʝu.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐ού‐λης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ιούλιος
Μεταφράσεις
Ιούλης
|
Αναφορές
- Ιούλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.