Ιούλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ιούλης οι Ιούληδες
      γενική του Ιούλη των Ιούληδων
    αιτιατική τον Ιούλη τους Ιούληδες
     κλητική Ιούλη Ιούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ιούλης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ἰούλης < ελληνιστική κοινή Ἰούλιος με αποφυγή της δεύτερης χασμωδίας[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈu.lis/ & /ˈi̯u.lis/, επίσης /ˈʝu.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ιούλης

Κύριο όνομα

Ιούλης αρσενικό

  • (λαϊκότροπο, παρωχημένο) άλλη μορφή του Ιούλιος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.