Ιλισός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ιλισός | ||
| γενική | του | Ιλισού | ||
| αιτιατική | τον | Ιλισό | ||
| κλητική | Ιλισέ | |||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ιλισός < αρχαία ελληνική Ἰλισός
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.liˈsos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐λι‐σός
Κύριο όνομα
Ιλισός αρσενικό
- ποταμός της Αττικής
- ※ Κοίταξε ὁ Ἰλισὸς κυλάει ψιθυριστὰ νερά. Κοίτα μέσα στὰ τείχη / Σοφῶν ἀρχαίων Σχολές· ἐκεῖ ὁ Μέγ’ Ἀλέξανδρος ἐσπούδασε (John Milton, Η αγγλική ποίηση για την Αθήνα: Αθήνα, στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1379 (Χριστούγεννα 1984), τόμ. 186, σελ. 345)
Συγγενικά
-
Ιλισός στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.