Ιλισσός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Ιλισσός
      γενική του Ιλισσού
    αιτιατική τον Ιλισσό
     κλητική Ιλισσέ
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ιλισσός <  δείτε τη λέξη Ιλισός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.liˈsos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ιλισσός

Ουσιαστικό

Ιλισσός αρσενικό

  • άλλη γραφή του Ιλισός
      Ο Ιλισσός, όπως πολλά άλλα ποτάμια που διατρέχουν από την αρχαιότητα την πόλη της Αθήνας, ήταν ποτάμι με ροή περιστασιακή. (Γιώργος Διάκος, Γιατί χρειάζεται να φανεί ξανά ο Ιλισσός, Εφημερίδα των Συντακτών, 14 Μαΐου 2019)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.