Θεόπετρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Θεόπετρα οι Θεόπετρες
      γενική της Θεόπετρας των Θεοπετρών
    αιτιατική τη Θεόπετρα τις Θεόπετρες
     κλητική Θεόπετρα Θεόπετρες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θεόπετρα < Θεός + πέτρα

Κύριο όνομα

Θεόπετρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.