Θεμιστοκλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θεμιστοκλής οι Θεμιστοκλείς
& Θεμιστοκλήδες**
      γενική του Θεμιστοκλή
& Θεμιστοκλέους*
των Θεμιστοκλέων
& Θεμιστοκλήδων
    αιτιατική τον Θεμιστοκλή τους Θεμιστοκλείς
& Θεμιστοκλήδες
     κλητική Θεμιστοκλή Θεμιστοκλείς
& Θεμιστοκλήδες
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών.
** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα.
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θεμιστοκλής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Θεμιστοκλῆς

Κύριο όνομα

Θεμιστοκλής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.