Βέροια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βέροια οι Βέροιες
      γενική της Βέροιας των (Βεροιών)
    αιτιατική τη Βέροια τις Βέροιες
     κλητική Βέροια Βέροιες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βέροια < αρχαία ελληνική Βέροια < Βέρης (γιος του Μακεδόνα) < μακεδονικός τύπος του Φέρης < φέρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer-

Κύριο όνομα

Βέροια θηλυκό

  1. πόλη της Κεντρικής Μακεδονίας και πρωτεύουσα του νομού Ημαθίας
  2. αρχαία πόλη της Συρίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.