ἄμμος

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Αν υπάρχει σε κείμενο τύπος πληθυντικού. Sarri.greek  | 16:51, 15 Νοεμβρίου 2021 (UTC).


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄμμος αἱ ἄμμοι
      γενική τῆς ἄμμου τῶν ἄμμων
      δοτική τῇ ἄμμ ταῖς ἄμμοις
    αιτιατική τὴν ἄμμον τὰς ἄμμους
     κλητική ! ἄμμε ἄμμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄμμω
γεν-δοτ τοῖν  ἄμμοιν
Συνήθως στον ενικό
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

ἄμμος, ήδη τον 5ο αιώνα στον Πλάτωνα < συμφυρμός των ἄμαθος + ψάμαθος.  δείτε και τη λέξη ψάμμος

Ουσιαστικό

ἄμμος θηλυκό

Παράγωγα

  • ἀμμο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀμμο- στο Βικιλεξικό
  • ἀμμώδης
  • ὕφαμμος
  • χέρσαμμος
  • χρύσαμμος
  •  δείτε και τη λέξη ψάμμος

Ετυμολογία 2

ἄμμος: διαλεκτικός τύπος

Ουσιαστικό

ἄμμος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.