ἄμμος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἄμμος | αἱ | ἄμμοι |
| γενική | τῆς | ἄμμου | τῶν | ἄμμων |
| δοτική | τῇ | ἄμμῳ | ταῖς | ἄμμοις |
| αιτιατική | τὴν | ἄμμον | τὰς | ἄμμους |
| κλητική ὦ! | ἄμμε | ἄμμοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄμμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἄμμοιν | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
Παράγωγα
- ἀμμο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀμμο- στο Βικιλεξικό
- ἀμμώδης
- ὕφαμμος
- χέρσαμμος
- χρύσαμμος
- → δείτε και τη λέξη ψάμμος
Ετυμολογία 2
- ἄμμος: διαλεκτικός τύπος
Πηγές
- ἄμμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄμμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.