Ζέπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ζέπος οι Ζέποι
      γενική του Ζέπου των Ζέπων
    αιτιατική τον Ζέπο τους Ζέπους
     κλητική Ζέπο Ζέποι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος - κλίση: υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ζέπος < Ζέππος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈze.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ζέπος

Κύριο όνομα

Ζέπος αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Ζέπου)
  2. (σπάνιο, ανδρικό όνομα)
      Ποπολάρος θα πη άνθρωπος του λαού. […] Ποπολάρος ήταν κι' ο νέος Ζέπος Πεμπονάρης, ο ήρως του έργου
    Φυλλάδιο παράστασης του 1933 από το Εθνικό Θέατρο του έργου Ο ποπολάρος του Γρ. Ξενόπουλου, Εθνικό Θέατρο - Ψηφιοποιημένο αρχείο· πρόσβαση: 2021-06-10

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.