Γλύπτης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Γλύπτης < γλύπτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣli.ptis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γλύ‐πτης
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γλύπτης | ||
| γενική | του | Γλύπτη | ||
| αιτιατική | τον | Γλύπτη | ||
| κλητική | Γλύπτη | |||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ο αστερισμός του Γλύπτη.
Γλύπτης αρσενικό
- όνομα αστερισμού του νότιου ημισφαιρίου. Σημειώθηκε για πρώτη φορά από τον Nicolas Louis de Lacaille το 1763 και ανήκει στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
- συντομογραφία: Scl
-
Γλύπτης στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Γλύπτης
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γλύπτης | οι | Γλύπτηδες |
| γενική | του | Γλύπτη | των | Γλύπτηδων |
| αιτιατική | τον | Γλύπτη | τους | Γλύπτηδες |
| κλητική | Γλύπτη | Γλύπτηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Γλύπτης αρσενικό (θηλυκό Γλύπτη)
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Glyptis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.