Δωδεκαήμερον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Δωδεκαήμερον | τὰ | Δωδεκαήμερᾰ |
| γενική | τοῦ | Δωδεκαημέρου | τῶν | Δωδεκαημέρων |
| δοτική | τῷ | Δωδεκαημέρῳ | τοῖς | Δωδεκαημέροις |
| αιτιατική | τὸ | Δωδεκαήμερον | τὰ | Δωδεκαήμερᾰ |
| κλητική ὦ! | Δωδεκαήμερον | Δωδεκαήμερᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δωδεκαημέρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Δωδεκαημέροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Δωδεκαήμερον < δωδεκαήμερον, λέξη του 6ου αιώνα: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δωδεκαήμερος, εννοείται: διάστημαουδέτερο του δωδεκαήμερος < δώδεκα + ἡμέρα
Κύριο όνομα
Δωδεκαήμερον
- (εκκλησιαστικός όρος) το Δωδεκαήμερο, το χρονικό διάστημα δώδεκα ημερών από την εορτή των Χριστουγέννων έως την εορτή των Θεοφανίων
- άλλη γραφή: δωδεκαήμερον
Πηγές
- δωδεκαήμερον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.