Διακαινήσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Διακαινήσιμος
      γενική της Διακαινησίμου
    αιτιατική τη Διακαινήσιμο
     κλητική Διακαινήσιμε (Διακαινήσιμο)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Διακαινήσιμος < μεσαιωνική ελληνική Διακαινήσιμος < διά + (ελληνιστική κοινή) καινίζω < αρχαία ελληνική καινόςγραφή με -η- (Διακαινήσιμος) ήταν -αρχικά- εσφαλμένη, γραφόταν όμως έτσι κατά τη Μεσαιωνική ή Ελληνιστική περίοδο και παρέμεινε ως σήμερα. Θα μπορούσε να προέρχεται και από το ρήμα καινέω, που κι αυτό όμως θεωρείται εσφαλμένη γραφή τού καινίζω)

Κύριο όνομα

Διακαινήσιμος θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.