Γώγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γώγος οι Γώγοι
      γενική του Γώγου των Γώγων
    αιτιατική τον Γώγο τους Γώγους
     κλητική Γώγο Γώγοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος - κλίση: υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γώγος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γώγος

Κύριο όνομα

Γώγος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Γιώργος (θηλυκό Γωγώ)
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Γώγου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.