Γκιόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γκιόνα οι Γκιόνες
      γενική της Γκιόνας των (Γκιονών)
    αιτιατική την Γκιόνα τις Γκιόνες
     κλητική Γκιόνα Γκιόνες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γκιόνα < γκιόνης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɟo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γκιόνα

Κύριο όνομα

Γκιόνα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.