γκιώνης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκιώνης οι γκιώνηδες
      γενική του γκιώνη των γκιώνηδων
    αιτιατική τον γκιώνη τους γκιώνηδες
     κλητική γκιώνη γκιώνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɟo.nis/

Ουσιαστικό

γκιώνης αρσενικό (ηχομιμητική λέξη)

  • (πτηνό) άλλη γραφή του γκιόνης
      —Γκιων, γκιων! φωνάζει ο γκιώνης. Ο γκιώνης είναι πουλί. Είναι νυχτοπούλι. Πετά στα δέντρα. Βλέπει το φεγγάρι και φωνάζει: —Γκιων, γκιων!
    Ι.Κ. Γιαννέλης - Γ.Κ. Σακκάς, Αλφαβητάριο, εικονογράφηση: Κώστας Γραμματόπουλος (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 41964), σ. 116.
      Σε γρέκι, σ' έρημο μαντρί ένα σκυλί αργουλιέται κι ο γκιώνης στην κουφάλα του στενάζει και χτυπιέται (Σπύρος Μουσελίμης, Αφήστε τους παλιούς θεούς, Παραμυθιά 6 Μάη '8, δημοσιευμένο στο Ελεύθερο Πνεύμα, 13ος χρόνος, τεύχος 52, Απρίλης-Μάης-Ιούνης 1984 -ΣτΕ: σημειώνεται ότι ο Μουσελίμης (1898-1984) ήταν δάσκαλος της Θεσπρωτίας )

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.