Γιαννάκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γιαννάκος οι Γιαννάκοι
      γενική του Γιαννάκου των Γιαννάκων
    αιτιατική τον Γιαννάκο τους Γιαννάκους
     κλητική Γιαννάκο Γιαννάκοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γιαννάκος < Γιάνν(ης) + -άκος

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝaˈna.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γιαννάκος

Κύριο όνομα

Γιαννάκος αρσενικό (θηλυκό Γιαννάκου)

  1. ανδρικό επώνυμο
  2. ανδρικό όνομα[1]

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Αρχειοθήκη Κυκλάδων, ανακτήθηκε 12/11/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.