Γεωργιόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γεωργιόπουλος | οι | Γεωργιόπουλοι & Γεωργιοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Γεωργιόπουλου & Γεωργιοπούλου |
των | Γεωργιόπουλων2 & Γεωργιοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Γεωργιόπουλο | τους | Γεωργιόπουλους3 & Γεωργιοπουλαίους |
| κλητική | Γεωργιόπουλε | Γεωργιόπουλοι & Γεωργιοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Γεωργιοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Γεωργιοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γεωργιόπουλος < Γεώργι(ος) + -όπουλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.oɾˈʝo.pu.los/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γε‐ωρ‐γιό‐που‐λος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Georgiopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.