Γεωργιοπούλου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Γεωργιοπούλου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Γεωργιόπουλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝe.oɾ.ʝoˈpu.lu/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γεωργιοπούλου

Κύριο όνομα

Γεωργιοπούλου θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.