Βρετόνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βρετόνα | οι | Βρετόνες |
| γενική | της | Βρετόνας | — | |
| αιτιατική | τη | Βρετόνα | τις | Βρετόνες |
| κλητική | Βρετόνα | Βρετόνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βρετόνη < Βρετόν(ος) + -η
Συγγενικά
- βρετονικός
- → δείτε τη λέξη Βρετάνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.