σομπρέρο
Νέα ελληνικά (el)
.png.webp)
άντρας με σομπρέρο
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σομπρέρο | τα | σομπρέρα |
| γενική | του | σομπρέρου | των | σομπρέρων |
| αιτιατική | το | σομπρέρο | τα | σομπρέρα |
| κλητική | σομπρέρο | σομπρέρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σομπρέρο < (άμεσο δάνειο) ισπανική sombrero < sombra (σκιά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.