Βελισάριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βελισάριος οι Βελισάριοι
      γενική του Βελισάριου
& Βελισαρίου
των Βελισάριων
& Βελισαρίων
    αιτιατική τον Βελισάριο τους Βελισάριους
& Βελισαρίους
     κλητική Βελισάριε Βελισάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βελισάριος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική

Κύριο όνομα

Βελισάριος αρσενικό (θηλυκό: Βελισαρία)

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

Βελισάριος < άγνωστης ετυμολογίας πιθανώς σλαβική beli + tzar (λευκός πρίγκιπας)[1]

Κύριο όνομα

Βελισάριος αρσενικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.