Βελισσάριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βελισσάριος οι Βελισσάριοι
      γενική του Βελισσάριου
& Βελισσαρίου
των Βελισσάριων
& Βελισσαρίων
    αιτιατική τον Βελισσάριο τους Βελισσάριους
& Βελισσαρίους
     κλητική Βελισσάριε Βελισσάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα

Βελισσάριος αρσενικό (θηλυκό: Βελισσαρία)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.