Βαυαροκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βαυαροκρατία | οι | Βαυαροκρατίες |
| γενική | της | Βαυαροκρατίας | των | Βαυαροκρατιών |
| αιτιατική | τη | Βαυαροκρατία | τις | Βαυαροκρατίες |
| κλητική | Βαυαροκρατία | Βαυαροκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
Βαυαροκρατία θηλυκό
- βαβαροκρατία
- βαυαροκρατία
- → δείτε τις λέξεις Βαυαρός και κράτος
Μεταφράσεις
Βαυαροκρατία
|
|
Πηγές
- Βαυαροκρατία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.