βαυαροκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαυαροκρατία | οι | βαυαροκρατίες |
| γενική | της | βαυαροκρατίας | των | βαυαροκρατιών |
| αιτιατική | τη | βαυαροκρατία | τις | βαυαροκρατίες |
| κλητική | βαυαροκρατία | βαυαροκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
βαυαροκρατία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.