Βασιλόπουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βασιλόπουλος οι Βασιλόπουλοι
& Βασιλοπουλαίοι1
      γενική του Βασιλόπουλου
& Βασιλοπούλου
των Βασιλόπουλων2
& Βασιλοπουλαίων
    αιτιατική τον Βασιλόπουλο τους Βασιλόπουλους3
& Βασιλοπουλαίους
     κλητική Βασιλόπουλε Βασιλόπουλοι
& Βασιλοπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Βασιλοπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Βασιλοπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βασιλόπουλος <  Βασίλ(ειος) ή Βασίλ(ης) + -όπουλος

Προφορά

ΔΦΑ : /va.siˈlo.pu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βασιλόπουλος

Κύριο όνομα

Βασιλόπουλος αρσενικό (θηλυκό Βασιλοπούλου)

Μεταγραφές

Πηγές

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.