Βασιλόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βασιλόπουλος | οι | Βασιλόπουλοι & Βασιλοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Βασιλόπουλου & Βασιλοπούλου |
των | Βασιλόπουλων2 & Βασιλοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Βασιλόπουλο | τους | Βασιλόπουλους3 & Βασιλοπουλαίους |
| κλητική | Βασιλόπουλε | Βασιλόπουλοι & Βασιλοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Βασιλοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Βασιλοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βασιλόπουλος < Βασίλ(ειος) ή Βασίλ(ης) + -όπουλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.siˈlo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐σι‐λό‐που‐λος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Vasilopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.