Βασιλόπουλου

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Βασιλόπουλου αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού του Βασιλόπουλος
    άλλη μορφή: Βασιλοπούλου (λόγιο)
  2. γενική ενικού του Βασιλόπουλο (τοπωνύμιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.