Βασιλάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βασιλάκος | οι | Βασιλάκοι |
| γενική | του | Βασιλάκου | των | Βασιλάκων |
| αιτιατική | τον | Βασιλάκο | τους | Βασιλάκους |
| κλητική | Βασιλάκο | Βασιλάκοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.siˈla.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐σι‐λά‐κος
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.