Βέλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Βέλος | ||
| γενική | του | Βέλους | ||
| αιτιατική | το | Βέλος | ||
| κλητική | Βέλος | |||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈve.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βέ‐λος
Κύριο όνομα
Βέλος ουδέτερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Βέλος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
