Βάρκιζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βάρκιζα οι Βάρκιζες
      γενική της Βάρκιζας των Βαρκιζών
    αιτιατική τη Βάρκιζα τις Βάρκιζες
     κλητική Βάρκιζα Βάρκιζες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βάρκιζα < αρβανίτικη Varkëza < varkë (βάρκα) + -za[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvaɾ.ci.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βάρκιζα

Κύριο όνομα

Αεροφωτογραφία της Βάρκιζας

Βάρκιζα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Αθηνά, Αθήνα: Εν Αθήναις Επιστημονική Εταιρεία, τόμοι 40-41, 1928, σελ. 99
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.