Αλίανθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αλίανθος | οι | Αλίανθοι |
| γενική | της | Αλιάνθου | των | Αλιάνθων |
| αιτιατική | την | Αλίανθο | τις | Αλιάνθους |
| κλητική | Αλίανθε | Αλίανθοι | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αλίανθος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈli.an.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λί‐αν‐θος
Κύριο όνομα
Αλίανθος θηλυκό
Αναφορές
- ΦΕΚ Α231, 28 Σεπτεμβρίου 1968
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.