Αυστροουγγαρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αυστροουγγαρία | οι | Αυστροουγγαρίες |
| γενική | της | Αυστροουγγαρίας | των | (Αυστροουγγαριών) |
| αιτιατική | την | Αυστροουγγαρία | τις | Αυστροουγγαρίες |
| κλητική | Αυστροουγγαρία | Αυστροουγγαρίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αυστροουγγαρία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Österreich-Ungarn < Österreich (Αυστρία) + Ungarn (Ουγγαρία)
Κύριο όνομα
Αυστροουγγαρία θηλυκό
- (ιστορική χώρα) βασίλειο της κεντρικής Ευρώπης που υπήρξε από το 1867 έως το 1918
Συγγενικά
- αυστροουγγρικός
- Αυστροούγγρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.