Ασλανίδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ασλανίδης | οι | Ασλανίδηδες |
| γενική | του | Ασλανίδη* | των | Ασλανίδηδων |
| αιτιατική | τον | Ασλανίδη | τους | Ασλανίδηδες |
| κλητική | Ασλανίδη | Ασλανίδηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Ασλανίδου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ασλανίδης : μερικώς εξελληνισμένη μορφή του τουρκικής προέλευσης επωνύμου Ασλάνογλου,[1] με αντικατάσταση της ξενικής πατρωνυμικής κατάληξης -ογλου, από την αντίστοιχη ελληνική-ποντιακή -ίδης (→ πρβ. Λεονταρίδης).
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Aslanidis, Aslanides
Αναφορές
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 138.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.