Ασλάνογλου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ασλάνογλου < οθωμανική τουρκική ;, στην τουρκική γλώσσα Aslanoğlu [< aslan και arslan, το λιοντάρι + -oğlu (-ογλου)] ή, από το ίδιας προέλευσης επώνυμο Αρσλάνογλου, με αποβολή του [r].
-
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου (Αρσλάνογλου) στη Βικιπαίδεια
(1931-1996), Έλληνας ποιητής - Ασλανίδης
- Λεοντόπουλος
- Λεονταρόπουλος
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.