Αρτεμίσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Αρτεμίσιο
      γενική του Αρτεμισίου
& Αρτεμίσιου
    αιτιατική το Αρτεμίσιο
     κλητική Αρτεμίσιο
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αρτεμίσιο < αρχαία ελληνική Ἀρτεμίσιον

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.teˈmi.si.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αρτεμίσιο

Κύριο όνομα

Αρτεμίσιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. (αρχαιολογία) αρχαίος ναός της Αρτέμιδος
  2. (τοπωνύμιο)
    1. ακρωτήριο στην Εύβοια, γνωστό από την αρχαία ναυμαχία
    2. όρος στην Πελοπόννησο
    3. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.