Ἀριστοτέλης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ᾰ̓ριστοτελεσ-
3η κλίση ετερόκλιτο: κατά την 1η κλίση
ονομαστική Ἀριστοτέλης οἱ Ἀριστοτέλαι1
      γενική τοῦ Ἀριστοτέλους
& Ἀριστοτέλεω (ποιητικός)
τῶν Ἀριστοτελῶν
      δοτική τῷ Ἀριστοτέλει τοῖς Ἀριστοτέλαις
    αιτιατική τὸν Ἀριστοτέλη
& Ἀριστοτέλην1
τοὺς Ἀριστοτέλᾱς
     κλητική ! Ἀριστότελες Ἀριστοτέλαι
1Κατά την 1η κλίση. Αν σχηματιστεί πληθυντικός, όλες οι πτώσεις
κατά την 1η κλίση, όπως «στρατιώτης».
Δε μαρτυρείται δυικός αριθμός.
3η κλίση, Κατηγορία 'Σωκράτης' όπως «Σωκράτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀριστοτέλης < ἄριστ(ος) + -ο- +‎ -τέλης < τέλος (σκοπός)

Κύριο όνομα

Ἀριστοτέλης αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.