Αργείτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αργείτισσα οι Αργείτισσες
      γενική της Αργείτισσας των Αργειτισσών
    αιτιατική την Αργείτισσα τις Αργείτισσες
     κλητική Αργείτισσα Αργείτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αργείτισσα < Αργείτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα < αρχαία ελληνική Ἄργος (< ἀργός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erǵ-: λευκός, αργυρός)

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾˈʝi.ti.sa/

Κύριο όνομα

Αργείτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.