Αἰγιαλία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Αἰγιαλίᾱ | αἱ | Αἰγιαλίαι |
| γενική | τῆς | Αἰγιαλίᾱς | τῶν | Αἰγιαλιῶν |
| δοτική | τῇ | Αἰγιαλίᾳ | ταῖς | Αἰγιαλίαις |
| αιτιατική | τὴν | Αἰγιαλίᾱν | τὰς | Αἰγιαλίᾱς |
| κλητική ὦ! | Αἰγιαλίᾱ | Αἰγιαλίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Αἰγιαλίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Αἰγιαλίαιν | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αἰγιαλία < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Αἰγιαλία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Αἰγιαλία - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.